Σεμέλα

Σεμέλα
Σεμέλᾱ , Σεμέλη
fem nom/voc/acc dual
Σεμέλᾱ , Σεμέλη
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σεμέλᾳ — Σεμέλαι , Σεμέλη fem nom/voc pl Σεμέλᾱͅ , Σεμέλη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σεμέλας — Σεμέλᾱς , Σεμέλη fem acc pl Σεμέλᾱς , Σεμέλη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σεμέλαν — Σεμέλᾱν , Σεμέλη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σεμέλη — I Αρχαία ελληνική θεότητα, χθόνιας φύσης. Θρακικής πιθανόν καταγωγής, στην Ελλάδα συσχετίστηκε με τη λατρεία του Διονύσου και κατά τη θηβαϊκή παράδοση θεωρήθηκε κόρη του ιδρυτή των Θηβών Κάδμου και της Αρμονίας. Ήταν ερωμένη του Δία και απ’ αυτόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”